διαυλοδρομέω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A to run the δίαυλος, Sch.Ar.Av.293; return to the starting-point, Arist.GA741b21; of the moon, Ph.1.24; of evils, recur, Id.2.350.
German (Pape)
[Seite 609] den Doppellauf laufen, Schol. Ar. Av. 293; übertr., wieder zurückkehren, Ar. gen. anim. 2, 5, δ. καὶ ἀνελίττεται ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ἡ φύσις.
Greek (Liddell-Scott)
διαυλοδρομέω: τρέχω τὸν δίαυλον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 292· μεταφ., ἐπανέρχομαι εἰς τὸ μέρος ὅθεν ἀνεχώρησα, Ἀριστ. π.Ζ.Γ. 2.5,11.
Spanish (DGE)
1 [[correr el δίαυλος, e.e. el doble estadio]] ὥσπερ οἱ διαυλοδρομοῦντες ἀνακάμπτουσι τὴν αὐτὴν ὁδόν Ph.2.493, cf. Sch.Ar.Au.292a
•correr hacia adelante y hacia atrás del viento ὁπότε διὰ τῶν σηράγγων διαυλοδρομεῖ παρατριβόμενον μηδ' ἐξιόν Ar.Did.13.
2 fig. volver al punto de partida, volver τῆς φύσεως διαυλοδρομούσης ... ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ὅθεν ἦλθεν Arist.GA 741b21, διαυλοδρομοῦσα τὴν αὐτὴν ὁδόν de la luna, Ph.1.24, cf. 2.374, ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ... εὐτυχίαν διαυλοδρομήσαντες Ph.2.436, cf. 291, 350.
Russian (Dvoretsky)
διαυλοδρομέω: досл. совершать двойной пробег (на состязаниях), перен. возвращаться (ἐπὶ τὴν ἀρχήν Arst.).