διαυλοδρομέω
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
to run the δίαυλος, run a two-stage race, Sch.Ar.Av.293; return to the starting-point, Arist.GA741b21; of the moon, Ph.1.24; of evils, recur, Id.2.350.
Spanish (DGE)
1 correr el δίαυλος, e.e. correr el doble estadio ὥσπερ οἱ διαυλοδρομοῦντες ἀνακάμπτουσι τὴν αὐτὴν ὁδόν Ph.2.493, cf. Sch.Ar.Au.292a
•correr hacia adelante y hacia atrás del viento ὁπότε διὰ τῶν σηράγγων διαυλοδρομεῖ παρατριβόμενον μηδ' ἐξιόν Ar.Did.13.
2 fig. volver al punto de partida, volver τῆς φύσεως διαυλοδρομούσης ... ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ὅθεν ἦλθεν Arist.GA 741b21, διαυλοδρομοῦσα τὴν αὐτὴν ὁδόν de la luna, Ph.1.24, cf. 2.374, ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ... εὐτυχίαν διαυλοδρομήσαντες Ph.2.436, cf. 291, 350.
German (Pape)
[Seite 609] den Doppellauf laufen, Schol. Ar. Av. 293; übertr., wieder zurückkehren, Ar. gen. anim. 2, 5, δ. καὶ ἀνελίττεται ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ἡ φύσις.
Greek (Liddell-Scott)
διαυλοδρομέω: τρέχω τὸν δίαυλον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 292· μεταφ., ἐπανέρχομαι εἰς τὸ μέρος ὅθεν ἀνεχώρησα, Ἀριστ. π.Ζ.Γ. 2.5,11.
Russian (Dvoretsky)
διαυλοδρομέω: досл. совершать двойной пробег (на состязаниях), перен. возвращаться (ἐπὶ τὴν ἀρχήν Arst.).