θελημός

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελημός Medium diacritics: θελημός Low diacritics: θελημός Capitals: ΘΕΛΗΜΟΣ
Transliteration A: thelēmós Transliteration B: thelēmos Transliteration C: thelimos Beta Code: qelhmo/s

English (LSJ)

όν,

   A willing, Emp.35.6.    2 kindly, ἄλσος B.16.85; glossed by ἥσυχος, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

θελημός: -όν, = θελεμός, ἥσυχος, πόντιον τέ νιν δέξατο θελημὸν ἄλσος Βακχυλ. 16. 85.

Greek Monolingual

θελημός, -όν (Α) θέλω
1. αυτός που θέλει, αυτός που δέχεται, ο πρόθυμος
2. ωραίος, θελκτικός («θελημόν ἄλσος», Βακχυλ.)
3. (κατά τον Φώτ.) «θελημός
ἀντὶ τοῦ ἥσυχος».