καινοποιός

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοποιός Medium diacritics: καινοποιός Low diacritics: καινοποιός Capitals: ΚΑΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kainopoiós Transliteration B: kainopoios Transliteration C: kainopoios Beta Code: kainopoio/s

English (LSJ)

   A novator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1294] neu machend, erneuernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινοποιός: -όν, κάμνω τι νέον, ἀνανεώνων, καινοποιοῦν πνεῦμα Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 608D.

Greek Monolingual

καινοποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει κάτι νέο, που ανανεώνει, ο ανανεωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, κακο-ποιός.