καλαθίσκος

From LSJ
Revision as of 23:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλαθίσκος Medium diacritics: καλαθίσκος Low diacritics: καλαθίσκος Capitals: ΚΑΛΑΘΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kalathískos Transliteration B: kalathiskos Transliteration C: kalathiskos Beta Code: kalaqi/skos

English (LSJ)

= foreg., ὁ, Ar.Th.822, Lys.535, 579, Jahresh. 16 Beibl.51 (iv B.C.), Theoc.21.9.    2 Archit., = κόφινος, of the coffers, panels of a ceiled roof, Chor.p.118B.    II a kind of dance, Apolloph.1, Men.1018, Poll.4.105; prob. l. for κᾰλαθ-ισμός, Ath.14.629f.

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, dasselbe, Antp. Sid. 26 (VI, 160). – Eine Art Tanz, Ath. XI, 467 f Poll. 4, 105.

Greek Monolingual

καλαθίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι
2. αρχιτ. είδος κοσμήματος στα φατνώματα της οροφής, αλλ. κόφινος
3. είδος ορχήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. -ισκος (πρβλ. να-ίσκος, οικ-ίσκος)].

Greek Monotonic

κᾰλᾰθίσκος: ὁ, υποκορ. του κάλαθος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰθίσκος: ὁ корзинка, корзиночка Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλαθίσκος -ου, ὁ demin. van κάλαθος, mandje, korfje.

Middle Liddell

κᾰλᾰθίσκος, ὁ, [Dim. of κάλαθος, Ar.] [from κά˘λᾰθος]