καταπόρνευσις
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
εως, ἡ,
A prostitution, θυγατέρων παρθένων Plu.Tim. 13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1372] ἡ, das Verhuren, θυγατέρων παρθένων Plut. Timol. 13.
Greek (Liddell-Scott)
καταπόρνευσις: -εως, ἡ, τὸ μεταχειρίζεσθαι ὡς πόρνην, ἀτιμάζειν, παρθένων Πλουτ. Τιμολ. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: καταπορνεύω.
Greek Monolingual
καταπόρνευσις, ἡ (Α) καταπορνεύω
εκπόρνευση, προαγωγεία.
Russian (Dvoretsky)
καταπόρνευσις: εως ἡ предавание разврату, проституирование (θυγατέρων παρθένων Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπόρνευσις -εως, ἡ [καταπορνεύω] het prostitueren, prostitutie. verkrachting:. θυγατέρων καταπορνεύσεις παρθένων ἐπεῖδε hij was getuige van de verkrachting van zijn maagdelijke dochters Plut. Tim. 13.10.