λέσχημα
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
ατος, τό,
A gossip, v.l. in Hp.Ep.17 (pl.).
German (Pape)
[Seite 32] τό, das Geschwätz, die Rede, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λέσχημα: τό, ὁμιλία κενή, λῆρος, φλυαρία, Ἱππ. 1285. 27.
Greek Monolingual
λέσχημα, τὸ (Α) φλυαρία, κουτσομπολιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + κατάλ. -ημα (πρβλ. δρόμος: δρόμημα, τροφή: τρόφημα)].