ληθαργία

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληθαργία Medium diacritics: ληθαργία Low diacritics: ληθαργία Capitals: ΛΗΘΑΡΓΙΑ
Transliteration A: lēthargía Transliteration B: lēthargia Transliteration C: lithargia Beta Code: lhqargi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A drowsiness, Com.Adesp.344 (pl.).

German (Pape)

[Seite 38] ἡ, = λήθαργος 2, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ληθαργία: ἡ, (λήθαργος) ὕπνος βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην.

Greek Monolingual

η (Α ληθαργία) λήθαργος (Ι)]
κατάσταση έντονης υπνηλίας με θόλωση της συνείδησης, λήθαργος, νάρκη, βαθύς και συνεχής ύπνος.