λυσσαίνω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
A rave, τινι against one, S.Ant.633.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσαίνω: εἶμαι λυσσασμένος, τινι, ἐναντίον τινός, Σοφ. Ἀντ. 633.
French (Bailly abrégé)
part. prés.
être en fureur contre, τινι.
Étymologie: λύσσα.
Greek Monolingual
λυσσαίνω (Α) λύσσα
είμαι πάρα πολύ οργισμένος με κάποιον.
Greek Monotonic
λυσσαίνω: μαίνομαι τινί, εναντίον κάποιου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λυσσαίνω: быть в бешенстве, неистовствовать от гнева (τινί Soph.).