παίκτης

From LSJ
Revision as of 07:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίκτης Medium diacritics: παίκτης Low diacritics: παίκτης Capitals: ΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: paíktēs Transliteration B: paiktēs Transliteration C: paiktis Beta Code: pai/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dancer or player, AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι Heph.Astr.2.2:—fem. παίκτειρα, Orph.H. 3.9.

German (Pape)

[Seite 442] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.

Greek (Liddell-Scott)

παίκτης: -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.

Greek Monolingual

και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) παίζω
πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι
νεοελλ.
1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα
2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια
αρχ.
χορευτής ή παίκτης.

Russian (Dvoretsky)

παίκτης: дор. παίκτας, ου ὁ игрок (в кости) (π. πλειστοβόλος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar.