προσκύρωσις
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confirmation, Gloss.
German (Pape)
[Seite 771] ἡ, Bestätigung, Genehmigung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκύρωσις: ἡ, ἐπικύρωσις, Βασιλικ. τ. 1, σ. 421, ἴδε καὶ Δουκάγγ.