συμπρογιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρογιγνώσκω Medium diacritics: συμπρογιγνώσκω Low diacritics: συμπρογιγνώσκω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: symprogignṓskō Transliteration B: symprogignōskō Transliteration C: symprogignosko Beta Code: sumprogignw/skw

English (LSJ)

   A foreknow or foresee along with, Iamb.Myst.6.4.

German (Pape)

[Seite 990] (s. γιγνώσκω), mit voraussehen, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρογιγνώσκω: ἢ -προγινώσκω, προγνωρίζωπροβλέπω ὁμοῦ μετά τινος, Ἰάμβλ. περὶ Μυστηρίων 4. 6.

Greek Monolingual

Α
προβλέπω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προγιγνώσκω «προβλέπω, γνωρίζω εκ τών προτέρων»].

Greek Monolingual

Α
προβλέπω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προγιγνώσκω «προβλέπω, γνωρίζω εκ τών προτέρων»].