φοινικίτης

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκίτης Medium diacritics: φοινικίτης Low diacritics: φοινικίτης Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΤΗΣ
Transliteration A: phoinikítēs Transliteration B: phoinikitēs Transliteration C: foinikitis Beta Code: foiniki/ths

English (LSJ)

[κῑ], ου, ὁ, (

   A φοῖνιξ B. 11) φ. οἶνος palm-wine, Dsc.5.31.

German (Pape)

[Seite 1296] ὁ, οἶνος, Palmwein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φοινικίτης: -ου, ὁ (φοῖνιξ Β. ΙΙ), φ. οἶνος, ὁ ἐκ φοινίκων κατασκευαζόμενος, Διοσκ. 5. 40.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κρασί από καρπούς του δέντρου φοίνικας (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].