αἰνιγμός

From LSJ
Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνιγμός Medium diacritics: αἰνιγμός Low diacritics: αινιγμός Capitals: ΑΙΝΙΓΜΟΣ
Transliteration A: ainigmós Transliteration B: ainigmos Transliteration C: ainigmos Beta Code: ai)nigmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A riddle, mostly like αἴνιγμα in pl., δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar. Ra.61, cf. Pl.Ti.72b, Aeschin.3.121; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι E. Rh.754; ἐν αἰ. λαλεῖν Anaxil.22.23: sg., Callisth. ap. Ath.10.452a.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνιγμός: ὁ, ἀσαφής λόγος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς τὸ αἴνιγμα, κατὰ πληθ., δι᾿ αἰνιγμῶν ἐρεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 61, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 72Ε., ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, Εὐρ. Ρῆσ. 754· ἐν αἰν. λαλεῖν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι», 23.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
énigme.
Étymologie: αἰνίσσομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
enigma, acertijo gener. en plu. en sintagmas δι' αἰνιγμῶν, ἐν αἰνιγμοῖς, etc.: δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.Ra.61, ἐν αἰνιγμοῖς σημαίνει E.Rh.754, cf. E.Ph.1353, Pl.Ti.72b, Anaxil.22.23, Aeschin.3.121, Plu.Galb.24, Sch.E.Hipp.345
sg. ἐν αἰνιγμῷ Callisth.Olynth.13.

Greek Monotonic

αἰνιγμός: ὁ = αἴνιγμα, αίνιγμα, γρίφος· δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν, σε Αριστοφ.· ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν τι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνιγμός: ὁ Eur., Arph., Plat. = αίνιγμα.

Middle Liddell

= αἴνιγμα
a riddle, δι' αἰνιγμῶν ἐρεῖν Ar.; ἐν αἰνιγμοῖσι σημαίνειν Eur.