ἀναδεσμεύω

From LSJ
Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδεσμεύω Medium diacritics: ἀναδεσμεύω Low diacritics: αναδεσμεύω Capitals: ΑΝΑΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: anadesmeúō Transliteration B: anadesmeuō Transliteration C: anadesmeyo Beta Code: a)nadesmeu/w

English (LSJ)

   A tie up, suspend, ἔκ τινος D.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. ap. Orib.inc.15.16:—also ἀναδεσμέω, κλήματα πρὸς χάρακας Gp.4.7.3, cf. Sch.A.Pers.191: metaph., of religious scruples or taboos, Lyd.Ost.16.

German (Pape)

[Seite 186] auf-, anbinden, Diod. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδεσμεύω: δένω ἐπάνω ἢ ὑψηλά, Διόδ. 18. 42: οὕτως ἀναδεσμέω, «οἷς ἀναδεσμοῦνται» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 191.

Spanish (DGE)

colgar, suspender τὰς γὰρ κεφαλὰς αὐτῶν ταῖς σειραῖς ἀναδεσμεύων ἔκ τινων δοκίων D.S.18.42, cf. Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.16
en v. med. τοὺς βοστρύχους ἀναδεσμευομένην con los cabellos sueltos, PMag.4.1727.

Greek Monolingual

ἀναδεσμεύω)
νεοελλ.
δεσμεύω εκ νέου, ξαναδεσμεύω
αρχ.
δένω προς τα επάνω, κρεμώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δεσμεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδεσμεύω: подвязывать, привязывать Diod.