ἀσβολώδης
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ες,
A sooty, Dsc.1.68.6.
German (Pape)
[Seite 369] ες, rußartig, rußig.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσβολώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀσβόλῳ, ἀσβολώδει δὲ καὶ οὐ καθαρῷ Διοσκ. 1. 83· «λιγνυῶδες, τὸ ἀσβολῶδες καὶ καπνῶδες» Ἐτυμ. Μ. 565. 26.
Spanish (DGE)
-ες fuliginoso, ἀτμός Dsc.1.68.
Greek Monolingual
-ες (AM ἀσβολώδης, -ες) άσβολος
1. αυτός που είναι μαύρος σαν την καπνιά
2. ο γεμάτος καπνιά.