ἐμπόλιον

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόλιον Medium diacritics: ἐμπόλιον Low diacritics: εμπόλιον Capitals: ΕΜΠΟΛΙΟΝ
Transliteration A: empólion Transliteration B: empolion Transliteration C: empolion Beta Code: e)mpo/lion

English (LSJ)

τό,

   A casing for a dowel, ἐ. Χαλκᾶ IG2.1054f4, 1054gA6.

Spanish (DGE)

-ου, τό
arq. funda hecha de dos piezas cúbicas que rodea las clavijas que sujetan los tambores de las columnas ἐμπόλια χαλκᾶ IEleusis 157.4, cf. 20, 24 (IV a.C.), τετρᾶναι ... τοῖς ἐμπολίοις καὶ μολυβδοχοῆσαι ID 104.4a.A.6 (IV a.C.).

Greek Monolingual

ἐμπόλιον, το (Α)
ξύλινος κύβος που στερεωνόταν μεταξύ τών σπονδύλων τών κιόνων και στις δύο έδρες τους και χρησίμευε στην τέλεια προσαρμογή και σταθεροποίησή τους.