ἐναποσκηπτικός
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ή, όν,
A supervening, [πυρετός] Cass.Pr.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσκηπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων, ὁρμητικός, σφοδρός, Κασσ. Προβλ. 15.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic. que sobreviene, incidente de la fiebre op. ἀναξηραντικός Cass.Pr.15.
Greek Monolingual
ἐναποσκηπτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ενσκήπτει, που εισβάλλει βίαια, που επέρχεται ορμητικά.