ἐπίζευξις

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίζευξις Medium diacritics: ἐπίζευξις Low diacritics: επίζευξις Capitals: ΕΠΙΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: epízeuxis Transliteration B: epizeuxis Transliteration C: epizefksis Beta Code: e)pi/zeuxis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A fastening together, joining, Thphr.HP2.6.1, prob. for ἐπίδεσιςin Paul.Aeg.6.97.    II. Gramm., repetition of a word, Hdn. Fig.p.99 S., Phoeb.Fig.1.3.    III. addition, τοῦ τόπου A.D.Synt. 336.10, cf. Ptol. Tetr.1.

German (Pape)

[Seite 941] ἠ, Verbindung, Theophr.; bei Ael. Hdn. in Villois. Anecd. II p. 94 Wiederholung.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίζευξις: -εως, ἐπίδεσις, ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων (φοινίκων) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 1. ΙΙ. παρὰ Γραμμ., ἡ ἐπανάληψις λέξεως, «ἐπίζευξις δὲ ὅταν τὰ προκείμενα ὀνόματα διαλαμβάνοντες τὴν ἐπιφορὰν ἐμφαντικωτέραν ποιησώμεθα, οἷονΘῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείιων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη᾿ (Αἰσχίν. 72. 30)» Ἡρῳδιαν. περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 603, 13.

Greek Monolingual

ἐπίζευξις, ή (Α) επιζευγνύω
1. δέσιμο, σύνδεση
2. επανάληψη λέξης για έμφασηΘῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη»).