ἐπιστημοσύνη

From LSJ
Revision as of 20:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστημοσύνη Medium diacritics: ἐπιστημοσύνη Low diacritics: επιστημοσύνη Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: epistēmosýnē Transliteration B: epistēmosynē Transliteration C: epistimosyni Beta Code: e)pisthmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A skill, περὶ ., title of work by Xenocr. (D.L.4.13).

German (Pape)

[Seite 984] ἡ, = ἐπιστήμη, Poll. 4, 7; nach D. L. 4, 13 schrieb Xenocrates περὶ ἐπιστημοσύνης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστημοσύνη: ἡ, = ἐπιστήμη, Ξενοκρ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 13.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιστημοσύνη) επιστήμων
νεοελλ.
η γνώση της επιστήμης με την οποία ασχολείται κανείς
αρχ.
επιστήμη, γνώση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστημοσύνη: ἡ Diog. L. = ἐπιστήμη.