ἐπιστημοσύνη
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ἡ, skill, περὶ ἐ., title of work by Xenocr. (D.L.4.13).
German (Pape)
[Seite 984] ἡ, = ἐπιστήμη, Poll. 4, 7; nach D. L. 4, 13 schrieb Xenocrates περὶ ἐπιστημοσύνης.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστημοσύνη: ἡ Diog. L. = ἐπιστήμη.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστημοσύνη: ἡ, = ἐπιστήμη, Ξενοκρ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 13.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιστημοσύνη) επιστήμων
νεοελλ.
η γνώση της επιστήμης με την οποία ασχολείται κανείς
αρχ.
επιστήμη, γνώση.