ὠμοφόρος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ὁ, (ὦμος)
A porter, AJA42.56 (Tarsus, iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοφόρος: ὁ, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν ὤμων, Ἐπιφάν. 639D, 643Β, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. μεταφορέας, αχθοφόρος («τῶν τοῡ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)
2. ως κύριο όν. ὁ Ὠμοφόρος
(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -φόρος].