ποιμασία
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ἡ,
A feeding, tending, Ph.1.594,596.
German (Pape)
[Seite 651] ἡ, das Weiden, Hüten, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμᾰσία: ἡ, τὸ ποιμαίνειν, περιποιεῖσθαι, διαφυλάττειν, Φίλων 1. 594, 596.
Greek Monolingual
ἡ, Α
φροντίδα, περιποίηση ή διαφύλαξη («ποιμασία γὰρ ἐστι Θεοῡ», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + κατάλ. -σία].