τόρος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρος Medium diacritics: τόρος Low diacritics: τόρος Capitals: ΤΟΡΟΣ
Transliteration A: tóros Transliteration B: toros Transliteration C: toros Beta Code: to/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A borer, drill, used in trying for water, etc., Philyll.18 (v. τορεύς), IG22.1673.36,54.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, Schnitzmesser, Meißel, Grabstichel, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τόρος: ὁ, (τείρω) ἐργαλεῖον φρεωρυχικόν, ἢ τρύπανον ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν εἰ ὑπάρχει ὕδωρ ἔν τινι τόπῳ, Φιλύλλιος ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
burin.
Étymologie: τείρω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
γεωτρύπανο, εργαλείο για το άνοιγμα φρεάτων ή λιθοκοπικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τορ- του ρ. τείρω «διατρυπώ» (πρβλ. απαρμφ. αορ. τορεῖν)].