ἀμφικυκλόομαι
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
Pass.,
A encircle, surround, ἀμφὶ δὲ κυκλοῦντο νῆσον A.Pers.458.—Act. in Agath.3.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικυκλόομαι: Μέσ. περικυκλῶ, ἀμφὶ δὲ κυκλοῦντο ... νῆσον (ἐν τμήσει) Αἰσχύλ. Πέρσ. 458. -Τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ Βυζ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
encercler, entourer.
Étymologie: ἀμφί, κυκλόομαι.
Spanish (DGE)
circundar, dar la vuelta ἀμφὶ δὲ κυκλοῦντο πᾶσαν νῆσον A.Pers.458, tard. v. act. mismo sent. τὸν περίβολον Agath.3.6.10.
Greek Monotonic
ἀμφικυκλόομαι: Παθ., περικυκλώνω, περιτριγυρίζω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφικυκλόομαι: окружать (νῆσον Aesch. in tmesi).