κράταιγος
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
English (LSJ)
ὁ,
A thorn, Crataegus Heldreichii, Thphr.HP3.15.6.
Greek (Liddell-Scott)
κράταιγος: ὁ, εἶδος ἀκάνθης, crataegus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 15, 6.
Greek Monolingual
ο (Α κράταιγος και κραταιγών)
γένος δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και από τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχουν οκτώ είδη γνωστά ως μουρτζιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτ-αιγος. Το α' συνθετικό της λ. συνδέεται με τη λ. κρατύς «ισχυρός». Το β' συνθετικό εμφανίζει θ. αιγ- και συνδέεται πιθ. με τη λ. αιγίλωψ, ενώ κατ' άλλη άποψη με τη λ. αἴξ, αἰγός «κατσίκα»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: hawthorn, Crataegus oxyacantha (Thphr.).
Other forms: also -αιγών, -όνος
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prellwitz, Bq and WP. 1, 10 assumed κρατύς hard and αἰγ- in αἰγίλωψ (s. v.), which explains nothing. Thus also Mayer Glotta 35, 157 (to αἰγ-ανέη). Wrong Machek Ling. Posn. 2, 152. So unknown.
Frisk Etymology German
κράταιγος: {krátaigos}
Forms: auch -αιγών, -όνος
Grammar: m.
Meaning: Weißdorn, Crataegus oxyacantha (Thphr.).
Etymology : Von Prellwitz, Bq und WP. 1, 10 aus κρατύς hart und αἰγ- in αἰγίλωψ (s. d.) u. a. erklärt, was für das Vorderglied der Hauptsache nach richtig sein wird; ähnlich auch Mayer Glotta 35, 157 (zu αἰγανέη u. a.). Verfehlt Machek Ling. Posn. 2, 152 (: zu slav. glogъ Weißdorn; vgl. zu γλῶχες).
Page 2,8