γενετικός

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενετικός Medium diacritics: γενετικός Low diacritics: γενετικός Capitals: ΓΕΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: genetikós Transliteration B: genetikos Transliteration C: genetikos Beta Code: genetiko/s

English (LSJ)

ή, όν:—fem. -κή (sc. πτῶσις), ἡ,

   A genitive case, Sch.D.P.449.

Spanish (DGE)

-ή, -όν sc. πτῶσις caso genitivo Sch.D.P.449, cf. γενικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ γενετικός, -ή, -όν) γένεσις
ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία
νεοελλ.
1. ο σχετικός με την επιστήμη της γενετικής
2. το θηλ. ως ουσ. Γενετική, η
κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την κληρονομικότητα, δηλ. η μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα γονίδια λειτουργούν και μεταβιβάζονται από τους γεννήτορες στους απογόνους
μσν.
το θηλ. ως ουσ. γενετική, η η γενική πτώση.