διεσθίω Search Google

From LSJ
Revision as of 18:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεσθίω Medium diacritics: διεσθίω Low diacritics: διεσθίω Capitals: ΔΙΕΣΘΙΩ
Transliteration A: diesthíō Transliteration B: diesthiō Transliteration C: diesthio Beta Code: diesqi/w

English (LSJ)

fut.

   A -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον Hp.Mul.1.2:— eat through, δ. τὴν μητέρα (v.l. μήτραν), of young vipers, Hdt.3.109, cf. Arist.HA558a30.    II consume, corrode, Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., D.L.5.76:—Med., τὴν ψυχήν Ph.2.541.

Greek (Liddell-Scott)

διεσθίω: μέλλ. -έδομαι· ἀόρ. διέφᾰγον· -τρώγω ἐντελῶς, κατατρώγω, δ. τὴν μήτραν, ἐπὶ νεογνῶν ἐχίδνης, Ἡρόδ. 3. 109, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 34, 2. ΙΙ. καταναλίσκω, κατατρώγω, Διογ. Λ. 5. 76, Πλούτ. 2. 170C· μεταφ., τὴν ψυχὴν Φίλων 2. 541.

French (Bailly abrégé)

f. διέδομαι;
dévorer.
Étymologie: διά, ἐσθίω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. διέφαγον Hdt.3.109, Hp.Mul.1.2]
1 c. suj. animado devorar τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.HA 558a30, Thphr. en Ael.NA.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.Epit.Xiph.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.AI 10.19, ἡ ἄρκτος ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.Or.M.85.93A
fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν Corp.Herm.10.20.
2 c. suj. inanimado corroer, consumir τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.VM 19, cf. Dsc.Eup.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.CP 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.CP 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ ἐγκέφαλος ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.Morb.Sacr.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.SA 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.Mul.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45
fig. c. suj. abstr. corroer, corromper τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ ἁμαρτία) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.Instit.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.

Greek Monolingual

διεσθίω (Α) εσθίω
1. τρώγω εντελώς, κατατρώγω
2. φθείρω, καταναλώνω.

Greek Monotonic

διεσθίω: μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ διέφᾰγον, κατατρώω· δ. τὴν μητέρα (βλ. μήτραν), για τα νεογνά της οχιάς, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διεσθίω: (fut. διέδομαι, aor. διέφᾰγον)
1) проедать, разъедать (τι Her., Arst., Plut.);
2) пожирать, уничтожать (ὁ τὰ πάντα διεσθίων φθόνος Diog. L.).

Middle Liddell

fut. -έδομαι aor2 διέφᾰγον
to eat through, δ. τὴν μήτραν, of young vipers, Hdt.