δρόμων

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρόμων Medium diacritics: δρόμων Low diacritics: δρόμων Capitals: ΔΡΟΜΩΝ
Transliteration A: drómōn Transliteration B: dromōn Transliteration C: dromon Beta Code: dro/mwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A a light vessel, Procop.Vand.1.11, Lyd.Mag.2.14, etc.    II = δρομίας 11, Hsch.

German (Pape)

[Seite 668] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. δρομίας. – b) ein Schiff, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δρόμων: -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν ποιλάριον, ταχυναυτούσας ὁλκάδας, ἃς δρόμωνας εἴωθεν ὀνομάζειν τὸ πλῆθος Θεοφύλακτ. Σιμοκ. Ἱστορ. σ. 178, Βυζ. ΙΙ. εἶδός τι καρκίνου, ὡς ὁ δρομίας, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (AM δρόμων)
νεοελλ.
πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο, κορβέτα
αρχ.-μσν.
ελαφρό πολεμικό πλοίο
αρχ.
είδος καρκίνου, κάβουρα.