εὐφάρμακος
From LSJ
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
ον,
A abounding in drugs, ὄρος Thphr.HP9.10.3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφάρμᾰκος: -ον, ἔχων ἀφθονίαν φαρμάκων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 3. ΙΙ. = «εὔχροος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὐφάρμακος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αφθονία από βότανα χρήσιμα στη φαρμακευτική
2. (κατά τον Ευστ.) «εὐφάρμακον, τὸ εὔχροον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φάρμακον.