εὔπηνος

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπηνος Medium diacritics: εὔπηνος Low diacritics: εύπηνος Capitals: ΕΥΠΗΝΟΣ
Transliteration A: eúpēnos Transliteration B: eupēnos Transliteration C: eypinos Beta Code: eu)/phnos

English (LSJ)

ον, (πήνη)

   A of fine texture, ὑφαί E.IT312, 814.

German (Pape)

[Seite 1088] schön gewebt, ὑφαί, Eur. I. T. 312 (v. l. für εὔπηκτος). 814. 1465.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπηνος: -ον, (πήνη) καλῶς ὑφασμένος, ὑφαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 312, 814, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une belle trame.
Étymologie: εὖ, πήνη.

Greek Monolingual

εὔπηνος, -ον (Α)
αυτός που είναι καλά υφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος, πολύ-πηνος].

Greek Monotonic

εὔπηνος: -ον (πήνη), καλοϋφασμένος, ωραιόπλεχτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπηνος: красиво сотканный, тонкотканный (ὑφαί Eur.).

Middle Liddell

εὔ-πηνος, ον πήνη
of fine texture, Eur.