αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Full diacritics: θεόρρῠτος | Medium diacritics: θεόρρυτος | Low diacritics: θεόρρυτος | Capitals: ΘΕΟΡΡΥΤΟΣ |
Transliteration A: theórrytos | Transliteration B: theorrytos | Transliteration C: theorrytos | Beta Code: qeo/rrutos |
ον,
A flowing from the gods, λύθρος Opp.H.5.9.
θεόρρῠτος: -ον, ῥέων, προερχόμενος ἐκ θεοῦ, ὄμβρος Ὀππ. Ἁλ. 5. 9.
θεόρρυτος, -ον (AM)
αυτός που προέρχεται από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. μελί-ρρυτος, χρυσό-ρρυτος].