δωδεκαστάσιος

Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[στᾰ], ον, (ἵστημι)

   A weighing twelve times as much, Pl.Hipparch.231d.

German (Pape)

[Seite 694] zwölfmal das Gewicht habend, zwölfmal so viel, Plat. Hipparch. 231 d.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαστάσιος: [ᾰ], -ον, (ἵστημι) ζυγίζων δωδεκάκις τόσον, χρυσίον Πλάτ. Ἱππάρχ. 231D.

Spanish (DGE)

-ον de doce pesos o librasde oro, Pl.Hipparch.231d.

Greek Monolingual

δωδεκαστάσιος, -ον (Α)
αυτός που ζυγίζει δώδεκα φορές περισσότερο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκαστάσιος -ον [δώδεκα, ἵσταμαι] die twaalf keer zoveel weegt.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκαστάσιος: весящий или стоящий в двенадцать раз больше (χρυσίον Plat.).