θαλαμεύω

From LSJ
Revision as of 15:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμεύω Medium diacritics: θαλαμεύω Low diacritics: θαλαμεύω Capitals: ΘΑΛΑΜΕΥΩ
Transliteration A: thalameúō Transliteration B: thalameuō Transliteration C: thalameyo Beta Code: qalameu/w

English (LSJ)

   A lead into the θάλαμος, i.e. take to wife, Hld.4.6:—Pass., of women, to be shut up, kept at home, Aristaenet.2.5; to be taken to wife, Ph.1.323.

German (Pape)

[Seite 1181] ins Brautgemach führen, heirathen, Heliod. 4, 6. – Med., von Frauen, in ihrem θάλαμος sein, in ihren Gemächern eingezogen leben, Aristaen. 2, 5 u. a. Sp.; auch von Thieren, in der Höhle leben, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμεύω: ὁδηγῶ εἰς τὸν θάλαμον, δηλ. λαμβάνω ὡς σύζυγον, οὐ γάρ τις ἕτερος θαλαμεύσει Χαρίκλειαν Ἡλιόδ. 4. 6. ― Παθ., ἐπὶ γυναικῶν, τηροῦμαι κεκλεισμένη, φυλάττομαι ἐν τῇ οἰκία,, Ἀρισταίν. 2. 5· ἐπὶ σαυρῶν, ζῶ ἐντὸς τῆς φωλεᾶς μου, Συνέσ. 16D.

Greek Monolingual

θαλαμεύω (AM) θάλαμος
μσν.
ασπάζομαι, υιοθετώ («τήν Ρωμαϊκήν ἐλευθερίαν θαλαμεύων», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. φέρνω στον νυφικό θάλαμο, παίρνω ως σύζυγο
2. (για ζώο) κρύβομαι στη φωλιά μου
3. παθ. (για γυναίκες) θαλαμεύομαι
α) μένω κλεισμένη σε θάλαμο
β) νυμφεύομαι.