λεπρώδης

From LSJ
Revision as of 16:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπρώδης Medium diacritics: λεπρώδης Low diacritics: λεπρώδης Capitals: ΛΕΠΡΩΔΗΣ
Transliteration A: leprṓdēs Transliteration B: leprōdēs Transliteration C: leprodis Beta Code: leprw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A rough, of the τρίγλη, named from its habitat (rough rocks), Ael.NA2.41; φλοιός Dsc.1.68.    II of leprous character, of a disease, Id.Eup.1.47, 120, Ruf. ap. Orib.8.24.35; of a man, suffering from a leprous disease, Gal.12.315.

German (Pape)

[Seite 30] ες, einem Aussätzigen ähnlich, schäbig aussehend, Sp.; vgl. Ael. H. A. 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

λεπρώδης: -ες, τραχύς, ἀνώμαλος τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. ὅμοιος τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, λεπρός, Γαλην. 12. 315.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rugueux.
Étymologie: λέπρα, -ωδης.

Greek Monolingual

λεπρώδης, -ῶδες (Α) λέπρα
1. τραχύς, αυτός που έχει ανώμαλη επιφάνεια
2. (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας
3. αυτός που πάσχει από λέπρα.