νεκυάμβατος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκῠάμβᾰτος Medium diacritics: νεκυάμβατος Low diacritics: νεκυάμβατος Capitals: ΝΕΚΥΑΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: nekyámbatos Transliteration B: nekyambatos Transliteration C: nekyamvatos Beta Code: nekua/mbatos

English (LSJ)

ον, (ἀναβαίνω) of Charon's boat,

   A embarked in by the dead, Epic. ap. Paus.10.28.2.

German (Pape)

[Seite 238] (ἀνάβατος), von den Todten bestiegen, betreten, ναῦς, poet, bei Paus. 10, 28, 2.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυάμβᾰτος: -ον, (ἀναβαίνω) ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, εἰς ὃ ἐμβαίνουσιν οἱ νεκροί, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 10. 28, 2.

Greek Monolingual

νεκυάμβατος, -ον (Α)
(για το πλοίο του Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀμβατός (< ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί», πρβλ. αν-άμβατος, πετρ-άμβατος].