περιοδευτικός

From LSJ
Revision as of 18:22, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδευτικός Medium diacritics: περιοδευτικός Low diacritics: περιοδευτικός Capitals: ΠΕΡΙΟΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periodeutikós Transliteration B: periodeutikos Transliteration C: periodeftikos Beta Code: periodeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a περιοδευτής : -κά, τά, inspector's report, PLips.105.16 (i/ii A. D.).    2 of medical treatment, systematic, Dsc.Ther.Praef. (dub.).    3 making a systematic study of, μαθημάτων Ptol.Tetr.57.    4 = περιοδικός 11, χρόνοι Placit.2.4.13.

German (Pape)

[Seite 584] ή, όν, zum Herumgehen gehörig, geneigt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδευτικός: -ή, -όν, ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, συστηματικός, Διοσκ. 7 ἐν τῷ Προοιμ. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, τινος Πτολεμ. Τετράβ. 57, 16.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιοδευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιοδεύω
1. ο σχετικός με την περιοδεία ή με αυτόν που περιοδεύει
αρχ.
1. ο ικανός να περιλάβει σύνολο γνώσεων και παρατηρήσεων («ψυχικὰς κινήσεις τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς», Πτολεμ.)
2. (για ιατρ. θεραπεία) συστηματικός
3. αυτός που επανέρχεται κατά περιόδους
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιοδευτικά
η έκθεση με τις παρατηρήσεις επόπτη που περιοδεύει.