τυραννοκτονία

From LSJ
Revision as of 12:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννοκτονία Medium diacritics: τυραννοκτονία Low diacritics: τυραννοκτονία Capitals: ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΙΑ
Transliteration A: tyrannoktonía Transliteration B: tyrannoktonia Transliteration C: tyrannoktonia Beta Code: turannoktoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the slaying of a tyrant, Ph. ap. Eus.PE 8.14, J.AJ19.1.10, Plu.Pel.34, Luc. Tyr.22.

Greek (Liddell-Scott)

τυραννοκτονία: ἡ, ὁ φόνος τυράννου, Λουκ. Τυραννοκτόνος 22, Πλούτ., κλπ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
meurtre d’un tyran.
Étymologie: τυραννοκτόνος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τυραννοκτόνος
φόνος τυράννου.

Greek Monotonic

τῠραννοκτονία: ἡ, δολοφονία τυράννου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τῠραννοκτονία: ἡ убийство тиранна (или тираннов) Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυραννοκτονία -ας, ἡ [τυραννοκτόνος] het tirannen doden.

Middle Liddell

τῠραννοκτονία, ἡ,
the slaying of a tyrant, Luc. [from τῠραννοκτόνος]