ἐμβρυοτόμος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρῠοτόμος Medium diacritics: ἐμβρυοτόμος Low diacritics: εμβρυοτόμος Capitals: ΕΜΒΡΥΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: embryotómos Transliteration B: embryotomos Transliteration C: emvryotomos Beta Code: e)mbruoto/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A instrument for cutting up the foetus, Sor.2.63.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρυοτόμος: ὁ, τέμνων ἔμβρυον, ἐργαλεῖον μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. instrumento para escindir el feto muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.Ferr.282.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμβρυοτόμος)
χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για εμβρυοτομία σε κύημα που έχει πεθάνει μέσα στη μήτρα.