κατάκτρια

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκτρια Medium diacritics: κατάκτρια Low diacritics: κατάκτρια Capitals: ΚΑΤΑΚΤΡΙΑ
Transliteration A: katáktria Transliteration B: kataktria Transliteration C: kataktria Beta Code: kata/ktria

English (LSJ)

ἡ,

   A spinning woman (κατάγω 1.5), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, fem. zu κατάκτης, die Herabführende, von der Spinnerinn, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκτρια: ἡ, γυνὴ ἡ κατάγουσα τὸ νῆμα, ἡ νήθουσα (πρβλ. κατάγω Ι. 4)· ἐπὶ τῆς ἐριουργοῦ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κατάκτρια, ἡ (Α)
γυναίκα που γνέθει το νήμα, που στρίβει το αδράχτι και κατεβάζει την κλωστή προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-ω με σημ. «κλώθω»].