καταγαΐδιοι
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
θεοί gods
A of the underworld, = Lat. di manes, IG14.581 (Centuripa).
Greek Monolingual
καταγαΐδιοι, οἱ (Α)
φρ. «καταγαΐδιοι θεοί» — οι θεοί του κάτω κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γα-ΐδιος (< γᾱ / γη) κατά το πρότυπο του κατάγειος. Ο τ. μαρτυρείται επίσης μόνο στον αμφίβολο τ. υπογαΐδιοι].