ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Full diacritics: κρᾰνίδιον | Medium diacritics: κρανίδιον | Low diacritics: κρανίδιον | Capitals: ΚΡΑΝΙΔΙΟΝ |
Transliteration A: kranídion | Transliteration B: kranidion | Transliteration C: kranidion | Beta Code: krani/dion |
τό, Dim. of κράνος (A),
A small helmet, IG22.1421.123. 2 [κρᾱν-] Dim. of κρανίον, Paul.Aeg.6.74.
κρανίδιον, τὸ (AM)
μσν.
μικρό κρανίο
αρχ.
μικρή περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μσν. σημ. < κρανίο + υποκορ. κατάλ. -ίδιον. Με την αρχ. σημ. < κράνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].