θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Full diacritics: ξανθύνομαι | Medium diacritics: ξανθύνομαι | Low diacritics: ξανθύνομαι | Capitals: ΞΑΝΘΥΝΟΜΑΙ |
Transliteration A: xanthýnomai | Transliteration B: xanthynomai | Transliteration C: ksanthynomai | Beta Code: canqu/nomai |
Pass.,
A become brown, Thphr.HP3.15.6.
[Seite 275] = ξανθόομαι, Theophr., l. d.
ξανθύνομαι: παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ξανθός, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 15, 6.
ξανθύνομαι (Α) ξανθός
είμαι ή γίνομαι ξανθός, σκουραίνω.