ξενοφόνος

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοφόνος Medium diacritics: ξενοφόνος Low diacritics: ξενοφόνος Capitals: ΞΕΝΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: xenophónos Transliteration B: xenophonos Transliteration C: ksenofonos Beta Code: cenofo/nos

English (LSJ)

poet. ξεινο-, ον,

   A murdering strangers, ἄνδρες Pl.Ep.336d ; μάχαιρα Nonn.D.9.41.    II ξ. τιμαί honour paid to inurderers of strangers, E.IT776.

German (Pape)

[Seite 278] Gastfreunde od. Fremde mordend, Plat. ep. VII, 336 d; ep. ξεινοφόνος, Nonn. D. 9, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοφόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς ξένους, Εὐρ. Ι. Τ. 776, Πλάτ. Ἐπιστ. 336D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des étrangers.
Étymologie: ξένος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

ξενοφόνος, ιων. τ. ξεινοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει τους ξένους
2. φρ. «ξενοφόνοι τιμαί» — τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ξεῖνος + -φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. θηρο-φόνος.

Greek Monotonic

ξενοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει ξένους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξενοφόνος: убивающий чужеземцев или гостей Eur., Plat.

Middle Liddell

ξενο-φόνος, ον, [*φένω
murdering strangers, Eur.