παιδαρικός
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ή, όν,
A for slaves, of perquisites, PHamb.23.33 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 439] kindisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδᾰρικός: -ή, -όν, = παιδικός, Ἐπιφάν. Ι, 925Α.
Greek Monolingual
παιδαρικός, -ή, -όν (ΑΜ) παιδάριον
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παιδαρικά
αμοιβή τών δούλων εργατών σε αγρόκτημα
αρχ.
παιδικός.