πλησισέληνος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησῐσέληνος Medium diacritics: πλησισέληνος Low diacritics: πλησισέληνος Capitals: ΠΛΗΣΙΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: plēsisélēnos Transliteration B: plēsiselēnos Transliteration C: plisiselinos Beta Code: plhsise/lhnos

English (LSJ)

ον,

   A becoming full, of the moon, Theo Sm.p.103H.; opp. πανσέληνος, Paul.Al.G.3.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πλησιφαής σελήνη, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. -πλησ-α) + σελήνη (πρβλ. πληρο-σέληνος)].