καταλωφάω

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλωφάω Medium diacritics: καταλωφάω Low diacritics: καταλωφάω Capitals: ΚΑΤΑΛΩΦΑΩ
Transliteration A: katalōpháō Transliteration B: katalōphaō Transliteration C: katalofao Beta Code: katalwfa/w

English (LSJ)

Ion. καταλωφέω,

   A rest from a thing, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od.9.459.    II trans., give rest from, κούρην δ' ἐξ ἀχέων… καταλώφεεν ὕπνος A.R.3.616.

German (Pape)

[Seite 1362] u. -λωφέω, aufhören lassen, beruhigen; κούρην δ' ἐξ ἀχέων ἀδινὸς κατελώφεεν ὕπνος Ap. Rh. 3, 616; – intr., aufhören, ausruhen, in tmesi, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od. 9, 460.

Greek (Liddell-Scott)

καταλωφάω: Ἰων. ― -έω, ἀναπαύομαι, ἀναπνέω, ἀνακουφίζομαι ἀπό τινος, κὰδ δέ κ’ ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Ὀδύσ. Ι. 460. ΙΙ. μεταβ., παρέχω ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, κούρην δ’ ἐξ ἀχέων… καταλώφεεν ὕπνος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 616.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
reposer de.
Étymologie: κατά, λωφάω.

Greek Monotonic

καταλωφάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λωφάω uitrusten:. κὰδ δέ κ ’ ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν en mijn hart zal bijkomen van de ellende Od. 9.459 (tmesis).

Russian (Dvoretsky)

καταλωφάω: отдыхать, получать отдых, т. е. освобождаться (κακῶν Hom. - in tmesi).

Middle Liddell

ionic -έω fut. ήσω
to rest from a thing, c. gen., Od.