λιμόξηρος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμόξηρος Medium diacritics: λιμόξηρος Low diacritics: λιμόξηρος Capitals: ΛΙΜΟΞΗΡΟΣ
Transliteration A: limóxēros Transliteration B: limoxēros Transliteration C: limoksiros Beta Code: limo/chros

English (LSJ)

ον,

   A wasted with hunger, Hierocl.Facet.219- 226. Adv. -ρως Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμόξηρος: -ον, κατάξηρος ἐκ τῆς πείνης, πεινασμένος, Φιλόγελος §§ 219-226.

Greek Monolingual

λιμόξηρος, -ον (Α)
εξαντλημένος από την ασιτία, κάτισχνος, σκελετωμένος από την πείνα.
επίρρ...
λιμοξήρως (Α)
με εξάντληση από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ξηρός (πρβλ. κατάξηρος, ολό-ξηρος)].