διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: μᾰρᾰθίτης | Medium diacritics: μαραθίτης | Low diacritics: μαραθίτης | Capitals: ΜΑΡΑΘΙΤΗΣ |
Transliteration A: marathítēs | Transliteration B: marathitēs | Transliteration C: marathitis | Beta Code: maraqi/ths |
[ῑ], ου, ὁ,
A flavoured with fennel, οἶνος Dsc.5.65, Gp.8.9.
μαραθίτης, ὁ (ΑM)
παρασκευασμένος από μάραθο ή αρωματισμένος με μάραθο («οἶνος μαραθίτης», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + επίθημα -ίτης (πρβλ. καλαμ-ίτης, σταφυλ-ίτης)].