μονόστεγος

From LSJ
Revision as of 17:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστεγος Medium diacritics: μονόστεγος Low diacritics: μονόστεγος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: monóstegos Transliteration B: monostegos Transliteration C: monostegos Beta Code: mono/stegos

English (LSJ)

ον, (στέγη)

   A of one story, στοά D.H. 3.68; ὕψος Str.17.1.37; οἰκίδιον BGU889.8 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 205] mit einem Dach oder Stockwerk, στοά, D. Hal. 3, 68.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστεγος: -ον, (στέγη) ὁ ἔχων μίαν μόνον στέγην, ἓν πάτωμα, Διον. Ἁλ. 3. 68.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόστεγος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο στέγη, δηλ. έναν μόνον όροφο, μονώροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στεγος (< στέγη)].